ἀλσοκομική

ἀλσοκομική
ἀλσοκομική
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλσοκομικός — ή, ό (Α ἁλσοκομικός, ή, όν) [ἀλσοκόμος] 1. ο σχετικός με την αλσοκομία 2. το θηλ. ως ουσ. η αλσοκομική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού αλσοκόμου, η αλσοκομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”